- υπεραναβαινω
- ὑπεραναβαίνωὑπερ-αναβαίνωдосл. переходить, перен. превосходить
ὑπεραναβεβηκός τι Sext. — нечто превосходное
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπεραναβεβηκός τι Sext. — нечто превосходное
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ὑπεραναβαίνω — ὑπέρ ἀναβαίνω go up pres subj act 1st sg ὑπέρ ἀναβαίνω go up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερανάβασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπεραναβαίνω] η απόλυτη υπεροχή, το να είναι κάτι πολύ πιο πάνω από κάτι άλλο («τῆς τῶν ἀγγέλων ἀξίας τὸ μέγεθος καὶ τῆν ὑπερανάβασιν...», Χρύσ. Ιεροσ.) … Dictionary of Greek
υπεραναβεβηκότως — Μ επίρρ. με ανώτατη, ύψιστη έννοια («ὑπεραναβεβηκότως εἰπεῑν», Προκ. Γαζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεραναβεβηκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑπεραναβαίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek